ναυατιανικός

ναυατιανικός
-ή, -ὁ (Α ναυατιανικός, -ή, -όν) [Ναυατιανός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίρεση τών Ναυατιανών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”